άμυλο

άμυλο
Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α. απαρτίζεται: 1. Από έναν μεγάλο αριθμό μορίων γλυκόζης (250-300) τα οποία ενώνονται μεταξύ τους σ’ ένα είδος σπείρας για να σχηματίσουν σημαντικού μήκους αλυσίδες αμυλόζης. 2. Από έναν μικρότερο αριθμό αμυλοπεκτινών που συνδέονται με την κυρίως αλυσίδα (μια αμυλοπεκτίνη ανά περίπου 25 μόρια γλυκόζης) σχηματίζοντας διακλαδώσεις του μορίου. Το ά. είναι ένα από τα πρωταρχικά θρεπτικά υλικά που εναποθηκεύουν τα πράσινα φυτά. Αποτελεί το τελικό προϊόν της φωτοσύνθεσης και συναντάται ως στρώμα χλωροπλαστών στα φύλλα ή γενικά στα πράσινα μέρη του φυτού, τα πλούσια σε χλωροφύλλη. Όταν δεν γίνεται φωτοσύνθεση, δηλαδή όταν δεν υπάρχει φως, το ά. διαλυτοποιείται και συγκεντρώνεται στα άχρωμα πλαστίδια (λευκοπλάστες) ή σε άλλους ιστούς που εναποθηκεύουν τροφή, όπως στις ρίζες, βολβούς κλπ., αποκτά δηλαδή την ιδιότητα ενός αποταμιευτικού πολυσακχαρίτη, τυπικού για τα φυτά. Ανάλογα με το φυτό από το οποίο προέρχεται, το ά. έχει χαρακτηριστική μορφή. Παρατηρούνται στο μικροσκόπιο μικρομεγέθη σφαιρικά, φακοειδή, λεπιδωτά κλπ. σωματίδια που λέγονται κόκκοι α. Σε αυτούς τους κόκκους, το ά. έχει τοποθετηθεί σε μια σειρά από συγκεντρικές επιφάνειες. Στο εμπόριο το όνομα ά. χρησιμοποιείται μόνο για τα ά. που παίρνουμε από τα διάφορα σιτηρά, τα όσπρια και τα βελανίδια. Για τα ά. που παίρνουμε από τις πατάτες, από τις ρίζες της μανιόκας και από τα στελέχη του φοίνικα, χρησιμοποιείται η ονομασία αμυλώδη προϊόντα. Παρά τη διάκριση αυτή στην εμπορική ονομασία, πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν από χημική άποψη διαφορές ανάμεσα στις δύο κατηγορίες. Toά. είναι αδιάλυτο σε κρύο νερό, αλλά όταν ζεσταθεί με νερό, μετά από μια ελαφρά υδρόλυσή του, δίνει την αμυλόκολλα. Αν προστεθούν σε αυτήν μερικές σταγόνες διαλύματος ιωδίου εμφανίζεται χρωματισμένη με εντονότατο ιώδες χρώμα, έτσι ώστε το ά. να ανιχνεύεται ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες. Η συμπεριφορά αυτή είναι μια χαρακτηριστική ειδική αντίδραση του α. για διάκρισή του από άλλους πολυσακχαρίτες. Όταν το ά. ζεσταθεί σε όξινα διαλύματα, διασπάται πρώτα σε δεξτρίνη και έπειτα σε απλά σάκχαρα, τα οποία, αν υποβληθούν σε φυραματική ζύμωση, μετατρέπονται σε οινόπνευμα και διοξείδιο του άνθρακα ή σε άλλα προϊόντα, ανάλογα με τον μικροοργανισμό που ευθύνεται για τη ζύμωση. Το ά. έχει εφαρμογή στις βιομηχανίες της χαρτοποιίας και κόλλας, αλλά κυρίως στην παραγωγή οινοπνεύματος. Στη φαρμακολογία το ά. βρίσκει εφαρμογές ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από ιώδιο, βρώμιο κλπ. τόσο για εσωτερική όσο και για εξωτερική χρήση. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση λειτουργεί ως απορροφητικό και προστατευτικό. Η πατάτα είναι από τα πιο διαδεδομένα αμυλώδη προϊόντα.
* * *
το (Α ἄμυλον)
1. το άλευρο που εξάγεται από το σιτάρι, αφού μεταβληθεί σε γαλακτώδη πολτό, ξεραθεί και κονιοποιηθεί, καταστατό, νισεστές
2. λεπτόκοκκο αλεύρι, άχνη
3. βιοχ.
λευκή, άοσμη, άγευστη υδατανθρακική ουσία, υπό μορφή κόκκων (αμυλοκόκκων*) ή σκόνης. Λαμβάνεται από τα φυτά και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης δίαιτας. Χρησιμεύει ως πηγή ενέργειας και είναι το αντίστοιχο του γλυκογόνου των ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμυλος*.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυλάσες, αμυλόζη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυλάλευρο, αμυλοβακτήριο, αμυλόγαλα, αμυλοδεξτρίνη, αμυλοειδής, αμυλόζη, αμυλόκοκκος, αμυλόκολλα, αμιλόκομμι, αμυλόκονις, αμυλολευκίτης, αμυλόλυση, αμυλολυτικός, αμυλοπηκτίνη, αμυλοπλασία, αμυλοπλάστης, αμυλοσάκχαρο, αμυλοσιρόπιο, αμυλουρία, αμυλούχος, αμυλοφωσφορυλάσες, αμυλοψίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άμυλο — το ουσία λευκή, άοσμη, που βρίσκεται στα σπέρματα των δημητριακών και σ αλλά φυτά: Οι πατάτες έχουν πολύ άμυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυλώνω — [άμυλο] 1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω 2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • αμυλάσες — Ονομασία ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών, που δρουν πάνω στο άμυλο και το γλυκογόνο και διασπούν τους πολυσακχαρίτες αυτούς με διάφορους τρόπους. Η α–μυλάση βρίσκεται στο σάλιο και στο παγκρεατικό υγρό. Η β–αμυλάση βρίσκεται κυρίως στα φυτά …   Dictionary of Greek

  • φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • δεξτρίνη — Ουσία που παραλαμβάνεται από τη μερική υδρόλυση του αμύλου – ακριβέστερο θα ήταν να μιλάμε για μείγμα δ.· πράγματι, η ουσία αυτή δεν συμπεριφέρεται ως καθορισμένη χημική ένωση, αλλά το υδατικό της διάλυμα δίνει, με κλασματική καθίζηση με αλκοόλη …   Dictionary of Greek

  • διοσκορίδες — (dioscoreacae). Οικογένεια φυτών της τάξης των λειριανθών, που περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα από τα οποία συναντώνται στις τροπικές χώρες και πολύ λιγότερο στην παραμεσόγειο περιοχή. Είναι αναρριχητικά φυτά, ορισμένα από τα οποία …   Dictionary of Greek

  • άμυλος — ἄμυλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αλέστηκε σε μύλο 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ ἀμυλος ή τὸ ἄμυλον α) πίτα από λεπτό αλεύρι β) πολτώδες παρασκεύασμα που τρώγεται, κουρκούτι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄμυλον βλ. άμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”